- ῥοσᾶτον
- ῥοσᾶτον, τό,= Lat.A rosatum, Edict.Diocl.2.19 ([etym.] ῥοσς-), Alex.Trall. 1.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροσάτον — και ῥοσσᾱτον, τὸ, Α το ῥοδωτόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rosatum «ροδωτός» < rosa «ρόδο»] … Dictionary of Greek
ροσσάτον — τὸ, Α βλ. ῥοσᾱτον … Dictionary of Greek
υδροροσάτον — τὸ, ΜΑ το ροδόσταμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ροσᾶτον (< λατ. rosatum «ροδωτός») … Dictionary of Greek
ῥοσάτοις — ῥοσά̱τοις , ῥοσᾶτον rosatum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοσάτου — ῥοσά̱του , ῥοσᾶτον rosatum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοσάτῳ — ῥοσά̱τῳ , ῥοσᾶτον rosatum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)